Δημήτρης Αρβανίτης

image
 

«Νομίζω ότι η Αθήνα δεν θέλει κατοίκους, θέλει εραστές. Και πριν από αυτό, θέλει ειλικρίνεια..»

Ο Δημήτρης Αρβανίτης είναι ένας άνθρωπος της πόλης που την έχει ζήσει και έχει δουλέψει για την επικοινωνία της, το design της καθημερινότητας. Γραφίστας, σινεφίλ, άνθρωπος της τζαζ, art director σε περιοδικά και εφημερίδες, σχεδίασε βιβλία, εκθέσεις, πόστερ ταινιών, διαφημίσεις, εξώφυλλα δίσκων, αφίσες με κοινωνικά μηνύματα και διαμόρφωσε ένα δικό του «καθαρό» στυλ. Το ειδικό του βάρος μετά από τόσα χρόνια, δεν έχει να κάνει μόνο με αυτή την καθαρότητα της γραμμής αλλά και τις καθαρές σκέψεις.

Τον γνωρίζω και τον θαυμάζω χρόνια, τον θεωρώ δάσκαλο, και αναγκαστικά μία συζήτηση μαζί του δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένας χείμαρρος – από τον οποίο σταχυολογώ σημεία.

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

«Κατέβηκα από το λεωφορείο στην οδό Ρήγα Φεραίου, στο πλάι της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου. Εκεί, στη μικρή σκάλα που οδηγεί στην είσοδο του Πανεπιστημίου, είδα το εξής θέαμα, μία η ώρα το μεσημέρι: δύο πεταμένες κουβέρτες κάτω και μία τύπισσα με σκουφί η οποία είχε κατεβάσει τα βρακιά της και κατουρούσε εκεί, μπροστά στη σκάλα. Μέσα μου χτύπησαν δύο καμπανάκια: Αυτή η γυναίκα είναι παραπεταμένη ή παράνομη; Είναι ένας πεταμένος άνθρωπος, στην πλήρη αδιαφορία. Δεν έχει πλήρη συνείδηση του τι κάνει, είναι σε απόγνωση. Από την άλλη, ενδεχομένως, κι εμένα αν έρθει κάποιος τύπος και στρώσει μία κουβέρτα έξω από το σπίτι μου, να με ενοχλήσει. Αυτό είναι που εμείς μπερδεύουμε σε αυτή την πόλη. Και αυτό είναι το τραγικό πια.»

«Χάσαμε τη μπάλα γιατί τα είδαμε όλα ως μία αισθητική πρόταση. Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια, όταν είχαν αρχίσει να έρχονται τα πρώτα μαυράκια στην Ομόνοια και είχε αρχίσει να παίρνει ένα χρώμα η κατάσταση, διάφορες κουβέντες που λέγανε τότε, «η πολυ-πολιτισμική Αθήνα» και κάτι τέτοια. Σήμερα, τους βλέπουμε και λέμε ότι βρωμάνε. Έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, σε κρατικό κανάλι, που ήταν μαζεμένοι δέκα-δεκαπέντε φουκαράδες σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην Κυψέλη και ο στόχος τους, έλεγαν, ήταν να σηκωθούν να φύγουν από εδώ. Είναι εγκλωβισμένοι άνθρωποι, ξεχασμένοι. Σαφώς και θα βρωμάνε λοιπόν, εδώ δεν έχουνε νερό να πιούνε. Πολυ-πολιτισμός όμως σημαίνει ότι έχεις κοινότητες οι οποίες έχουν το χαρακτήρα τους και ζουν ανθρώπινα. Όχι τους παραπεταμένους που τους έχουμε να ζουν σαν κάστες – οι «πουτάνες από την Αφρική», οι «κλέφτες από τη Ρουμανία» κλπ. Προτάσσουμε χαρακτηριστικά σε ανθρώπους που θα έπρεπε πρώτα να πούμε, για ποιόν λόγο αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν εδώ; Και θα τις βρούμε τις αιτίες προς τα πίσω.»

«Πιστεύω ότι ήταν λάθος η πολιτική μας στο μεταναστευτικό ζήτημα, όπως είναι και σε τόσα άλλα πράγματα. Πρέπει όμως να τα χρεώνουμε αυτά τα λάθη. Δεν γίνεται, σαν συνέπεια αυτής της πολιτικής να έχουμε φτάσει στο σημείο να λέμε «φοβάμαι να περπατήσω στην πόλη». Και βέβαια φοβάσαι. Αλλά και αυτός ο άνθρωπος, δεν γεννήθηκε έτσι, δεν έχει έρθει εδώ για να εγκληματήσει. Οι συνθήκες τον έχουν αναγκάσει.
Από την άλλη, το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στην πόλη τα τελευταία δύο χρόνια, είναι ότι περπατάς και ακούς τα βήματά σου στις πλάκες. Εμένα, που μου άρεσε παλιά όπως θυμάσαι να κατεβαίνω και να κάνω βόλτες στο ιστορικό κέντρο, τώρα πραγματικά δεν το κάνω. Υπάρχει μία καχεξία στην πόλη. Ο κόσμος δεν βγαίνει πια γιατί δεν έχει, γιατί μας έχουν αφαιρέσει το χαμόγελο, γιατί εξαντλήθηκε πια η ερωτική διάθεση που είχε αυτή η πόλη – και πραγματικά είχε δονήσεις η Αθήνα, έτσι;»

«Από την άλλη, το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στην πόλη τα τελευταία δύο χρόνια, είναι ότι περπατάς και ακούς τα βήματά σου στις πλάκες. Εμένα, που μου άρεσε παλιά όπως θυμάσαι να κατεβαίνω και να κάνω βόλτες στο ιστορικό κέντρο, τώρα πραγματικά δεν το κάνω. Υπάρχει μία καχεξία στην πόλη. Ο κόσμος δεν βγαίνει πια γιατί δεν έχει, γιατί μας έχουν αφαιρέσει το χαμόγελο, γιατί εξαντλήθηκε πια η ερωτική διάθεση που είχε αυτή η πόλη – και πραγματικά είχε δονήσεις η Αθήνα, έτσι;
Αν πας σε μία ευρωπαϊκή πόλη θα δεις ότι οι γειτονιές που δεν ανήκουν στο «ιστορικό κέντρο», έχουν τα δικά τους café που έχουν τον δικό τους χαρακτήρα, μπορούν να υποδεχτούν και νέους ανθρώπους. Εδώ, στη γειτονιά τη δική μου (Πολύγωνο) που δεν είναι και μακριά από το κέντρο, υπάρχουν μόνο μία χαρτοπαικτική λέσχη κι ένα καφενείο με παππούδες, δεν μπορείς να πας πουθενά. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να πας στο κέντρο, αλλά κι εκεί τι να κάνεις; Δεν επιτρέπεται στην Πανεπιστημίου στις 10 η ώρα το βράδυ να υπάρχουν κλειστά περίπτερα. Αυτή η πόλη γιγαντώθηκε χωρίς καμία υποδομή. Πιστεύω ότι κλειστήκαμε μέσα. Αυτό το cocooning που το βλέπαμε ως lifestyle και γελούσαμε, αποδείχθηκε ξαφνικά ότι ήταν μία πλήρης κοινωνική απομόνωση. Νομίζω ότι η Αθήνα δεν θέλει κατοίκους, θέλει εραστές. Και πριν από αυτό, θέλει ειλικρίνεια..»


ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

«Λέμε για το πώς διαμορφώθηκε το αστικό πλαίσιο και κατηγορούμε τους αρχιτέκτονες, το ακούμε συνεχώς, έτσι; Τους φορτώνουμε την ευθύνη της κακής οικοδόμησης, πράγμα που δεν το έκαναν αυτοί, το έκαναν οι εργολάβοι. Τους αρχιτέκτονες συνέχεια σε όλα τα μεγάλα έργα τους πετούσαν έξω. Σε όλη την επικράτεια δεν υπήρξε ποτέ κανένα μέσο, καμία προστασία γι’ αυτό το αστικό τοπίο. Έτσι, φυσικά, χάνεται και η ταυτότητα των πόλεων. Κάποτε, μέχρι και το ’60, αρχές ’70, η Χαλκίδα ήταν τελείως διαφορετική απ’ό,τι ήταν το Αίγιο, ο Βόλος για παράδειγμα, είχε έναν χαρακτήρα που είχε δημιουργηθεί μέσα από την πορεία της πόλης. Σήμερα, το χαρακτηριστικό των πόλεων αυτών, η ταυτότητά τους, είναι κοινή. Είτε πας στην παραλία της Χαλκίδας, είτε πας στο Πόρτο Ράφτη, είτε στη Ραφήνα, θα δεις το ίδιο – καφετέριες με καναπέδες στην παραλία. Δεν έχουν να επιδείξουν τίποτα οι πόλεις πια.»

«Κατά τα άλλα, η αρχιτεκτονική ή μάλλον το χτίσιμο –γιατί δεν υπάρχει αρχιτεκτονική, είναι μία ανάγκη η οποία βγαίνει μέσα από τις κοινωνικές καταπιέσεις και τους φόβους του ανθρώπου, να φτιάξει ακίνητα. Πιστεύω ότι όλη αυτή η ανάπτυξη που συνέβαινε και υπήρχαν δουλειές στις οικοδομές κλπ, γινόταν ως εκ περισσού. Δεν γινόταν επειδή όλοι οι Έλληνες ήταν άστεγοι ας πούμε και έπρεπε να φτιάξουν ένα σπίτι. Έφτιαχναν το δεύτερο και το τρίτο και το τέταρτο. Δεν δικαιολογείται να πηγαίνεις σε μία μακρινή ακρογιαλιά της Τήνου για παράδειγμα, και να βλέπεις να χτίζεται παράνομα ένα σπίτι εκεί, ενώ το νησί έχει οικισμούς. Δεν έχει καμία λογική. Είναι η λογική του «όπου βρούμε να χτίσουμε». Πηγαίνοντας για Ραφήνα, στις αρχές του ’90, στη στροφή εκεί που είναι του Κοσκωτά, βλέπαμε μόνο ένα σπίτι και κοροϊδεύαμε, λέγαμε, κοίταξε τι ήρθε κι έκανε αυτός εδώ πέρα, πάνω στο δρόμο. Εάν περάσεις σήμερα, είναι οικισμός. Αν απορρέει μία αισθητική λοιπόν από αυτό, στηρίζεται στο κάρφωμα. Δηλαδή όσοι παρανομούν θα πρέπει να ΜΗΝ τους συλλάβει ένα όργανο ή να τους φέρει στην τάξη ας πούμε, ένα αρμόδιο γραφείο της πολεοδομίας αλλά θα πρέπει ο γείτονας να γίνει καταδότης αυτού του ανθρώπου. Και δεν νομίζω ότι το έχει ο Έλληνας στο αίμα του να είναι ρουφιάνος. Τόσο πολύ τουλάχιστον.»
- Όχι, απλώς είναι λίγο μικρόψυχος σε προσωπικές του διαφορές. :-)

Ο ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΝΝΙΑΧΡΟΝΟΥ

«Εγώ έχω δύο μεγάλα προβλήματα. Το ένα λέγεται γλώσσα και γραφή και το άλλο λέγεται αστικό τοπίο. Έχω γράψει κατά καιρούς για όλα αυτά, τα γκράφιτι κλπ. Πολλά από τα παιδιά που κάνουν αυτό το λεγόμενο street art το καταλαβαίνουν, κατανοούν τις θέσεις μου γιατί είναι κι αυτοί παθόντες. Ενώ πάνε με χίλια βάσανα και παίρνουν μία άδεια να κάνουν κάτι σε έναν τοίχο, μπορεί να πάνε την άλλη μέρα, πριν καν τελειώσει το έργο τους και να το δουν μουτζουρωμένο. Εγώ δεν είμαι ψυχίατρος ή ψυχαναλυτής να καταλάβω ποιες είναι οι προθέσεις αυτών των νέων παιδιών, γιατί φαντάζομαι ότι είναι νέα παιδιά, αυτοί που μουτζουρώνουν μία πόλη.
- Είναι βανδαλισμός. Ο βανδαλισμός του εννιάχρονου.
«Δεν το παραδέχονται όμως γιατί δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει βανδαλισμός. Μέσα στα σχολεία μπορεί να γίνεται αυτό, γιατί οι ηλικίες είναι μικρές. Έχεις πάει όμως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών; Στη Φιλοσοφική ας πούμε. Είναι ενήλικες εκεί, έτσι; Πώς μπορούν και ζουν εκεί μέσα; Δηλαδή γιατί δεν είναι ρύπανση αυτό το πράγμα; Γιατί δεν είναι το ίδιο με τον δυνατό θόρυβο και αυτούς τους βλάκες που περνάνε με τη μουσική στο αυτοκίνητο και μας σπάνε τα αυτιά; Υπάρχει ένα όριο λοιπόν. Αυτό το πράγμα μπορεί να εισπράττεται, από την όραση – η οποία είναι πολύ κοντά με τη νόηση, έτσι; δυό δάχτυλα απέχουν - αλλά κάπου κατασταλάζει. Γιατί δεν τους ενοχλεί; Έχουν πάθει ανοσία; Δεν τους ενδιαφέρει; Τους ενδιαφέρει να ζούνε μέσα στο σκουπίδι; Γιατί και το σκουπίδι μπορεί να βγάλει μία αισθητική όταν φωτογραφηθεί και δεν μυρίζει και έχει ένα σχήμα. Αλλά το να είναι αυτό το πράγμα η ζωή σου, να το προτιμάς από έναν λευκό, καθαρό τοίχο, δεν μπορώ να το καταλάβω.»


Η ΑΛΛΑΓΗ

- Στην Αθήνα τι προσπάθειες βλέπεις να συμβαίνουν για να αλλάξει η κατάσταση;
«Λοιπόν. Θα στο πω με μία παραβολή, ως παππούς πιά. Σε μία πατριαρχική οικογένεια ο Πατέρας-Αφέντης έχει τον τελευταίο λόγο. Ένας πρωθυπουργός ο οποίος θα ακούσει μεν τον κοινωνικό διάλογο αλλά στην ουσία θα αποφασίσει με ένα σχέδιο νόμου – δηλαδή μόνος του. Αν κάποια από τα παιδιά του θελήσουν να αναδημιουργήσουν πράγματα ή να προτείνουν νέες λύσεις, μπορεί μεν να τους ακούσει αλλά την τελευταία στιγμή μπορεί να ρίξει μία και να τα καταστρέψει όλα. Βλέπω με μεγάλη συμπάθεια και τους Ατενίστας, και τα παιδιά αυτά με τις πένσες που πάνε και κόβουνε τις περιφράξεις, και τους ποδηλάτες, και όλες αυτές τις κοινωνικές ομάδες που βγαίνουν έξω, που προτείνουν άλλα πράγματα. Νομίζω όμως ότι είμαστε τελικά, για να περιμένουμε την κουβέντα και την απόφαση του Μεγάλου Πατέρα. Της Κεντρικής Διοίκησης. Αν δεν θέλει η Κεντρική Διοίκηση να το κάνει, δεν θα το κάνει. Παράδειγμα, το τεράστιο πρόβλημα με τους άστεγους. Αν πραγματικά είχανε τη θέληση οι πολιτικοί, θα το είχανε λύσει σε dt χρόνο. Είναι πάρα πολύ απλό. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκατοντάδες κενά σπίτια. Δεν τους ενδιαφέρει όμως. Τους ενδιαφέρουν άλλα πράγματα.».


ΚΑΤΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ

- Υπάρχουν ενδιαφέροντα και ωραία πράγματα στην Αθήνα;
«Πάρα πολλά! Πιστεύω ότι μία βαθειά τομή ήταν τα free press. Τα free press αναστήσανε ένα χαμένο τοπίο το οποίο είχε αποξηραθεί από εκατοντάδες περιοδικά που κυκλοφορούν αλλά είναι ηλίθια. Το free press αυτό που έκανε ήταν ότι σου δημιούργησε μία ανάγκη, να το παίρνεις. Αισθάνεσαι ότι σου κάνει καλό. Βέβαια θα πρέπει να προσέξουν να μη φθαρούνε μέσα από την ίδια τους την επανάληψη. Πρέπει να προτείνουν καινούργια πράγματα και επιτέλους, κάτι που έχει χαθεί, να παρουσιάζουν newcomers. Να μη βλέπουμε συνέχεια τους ίδιους. Κάποιος που έχει εμφανισθεί στο τραγούδι ας πούμε πριν δέκα χρόνια, δεν μπορεί να τον βλέπουμε συνέχεια σαν «φρέσκο αίμα». Newcomer είναι αυτός που δεν τον ξέρουμε, που πρέπει να τον βρούμε.»

Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

(Του υπενθυμίζω το παράδειγμα που είχε αναφέρει πριν ένα-δύο χρόνια, σε μία συνέντευξή του σχετικά με την εμπειρία του στη δισκογραφία, για το πώς γίνεται, να εμφανίζεται αφίσα της Πέγκυ Ζήνα με γκόθικ γραμματοσειρά.)
«Από τότε που ήμουν στη δισκογραφία δεν αισθανόμουν καλά εκεί μέσα. Είχα προβληματιστεί με την αλλοίωση που συνέβαινε στα πράγματα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που σηκώθηκα κι έφυγα κι έκανα κάτι άλλο. Βέβαια δεν είχα υπογράψει και κανένα συμβόλαιο με τον εαυτό μου ότι θα σχεδιάζω μία ζωή εξώφυλλα δίσκων. Ενώ λοιπόν προσέγγιζα τους λαϊκούς με τον καλύτερο τρόπο - και πιστεύω ότι έχω κάνει μερικά από τα καλύτερά μου εξώφυλλα για λαϊκούς καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν με ενόχλησαν ποτέ, με άκουγαν στις συμβουλές μου όταν τους έλεγα για παράδειγμα οι φωτογραφίες τους να είναι ανθρώπινες, να μην αλλοιώνουν την έκφρασή τους και λοιπά, εγώ στεναχωριόμουνα γιατί όλες αυτές οι καλλιτέχνισες, ας το πούμε έτσι, οι οποίες κατά τα άλλα ήταν αριστουργηματικές και υπέροχες, αφηνόντουσαν σε διάφορους στυλίστες για να τους μεταλλάξουν την εικόνα, σε όλη αυτή την αυλή γύρω τους, και στην επαφή τους με το κοινό έπαιζαν ένα υποχρεωτικό θέατρο ενώ στην καθημερινότητά τους ήταν κάτι άλλο. Αυτό με ενοχλούσε. Δεν έχω να καταμαρτυρήσω τίποτα άλλο…»

ΟΙ ΓΡΑΦΙΣΤΕΣ

«Υπάρχουν πολύ καλοί έλληνες γραφίστες. Πάρα πολύ καλοί, δεν μπορείς να φανταστείς. Δεν φαίνονται όμως. Ξέρεις, υπάρχει όλο αυτό το σύστημα με τα Βραβεία ΕΒΓΕ και τα λοιπά, που είναι κάποια λόμπι δημιουργημένα, δηλαδή δεν έγιναν εξ ανάγκης, και αποτελούν κάποια στερεότυπα από τα οποία, πολλά ταλαντούχα παιδιά αισθάνονται ότι είναι απ’ έξω, και προσπαθούν να μπούνε μέσα, προσπαθούν να βρουν ένα τρόπο να το προσεγγίσουν, ενώ πρέπει να είναι ο εαυτός τους. Αυτό είναι το ζητούμενο. Δηλαδή εντάξει, όποιος δεν λάβει μέρος στα ΕΒΓΕ δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κιόλας, έτσι δεν είναι;»
«Υπάρχει γραφιστική στην Ελλάδα λοιπόν. Αυτό που δεν γίνεται μέχρι τώρα όμως, είναι ότι δεν συγκροτείται μία εθνική εικόνα. Πώς θα γίνει όμως; Είναι δυνατό να συγκροτηθεί εικόνα ελληνικής γραφιστικής στα αγγλικά; Γίνεται αυτό; Εγώ πάντα απορώ – και δεν μπορώ να το κάνω και διάλογο γιατί είναι εντελώς αυτονόητο ότι ζεις σε μία χώρα που έχεις αποδεχτεί τη γλώσσα και τη γραφή σου – πώς μπορεί η Ένωση Γραφιστών για παράδειγμα, να καλεί γραφίστες να πάρουν μέρος σε ένα θέμα και να εμφανίζονται όλα στα αγγλικά. Ειλικρινά φτάνω σε αδιέξοδο, δεν μπορώ να το εξηγήσω γιατί συμβαίνει αυτό το πράγμα. Γιατί να γίνει μία συναυλία ενός έλληνα καλλιτέχνη και να είναι γραμμένα όλα στα αγγλικά; Που απευθύνεται ο γραφίστας; Γιατί να δημιουργούμε τόσο μικρές κυψέλες και να χωνόμαστε και να θεωρούμε ότι ο μικρόκοσμος ο δικός μας πιάνει τα πάντα;»

TΟ ΗΘΟΣ

«Οι Έλληνες, διεθνή φαινόμενα ακολουθούμε. Αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να ενσωματώσουμε πράγματα τα οποία φτάνουν σε ‘μας ως μηνύματα ή συμπεριφορές, αλλά περασμένα μέσα από ένα δικό μας ήθος. Πρέπει να αφομοιώσουμε την καθημερινότητά μας. Το ήθος είναι κάτι σαν τις τοπικές κουζίνες. Είναι μέσα στο DNA σου. Δεν θα εξηγήσεις στον Γάλλο γιατί σ’ αρέσουν τα ρεβίθια. Σ’ αρέσουν γιατί είναι ένα πανάρχαιο ελληνικό φαγητό, αναφέρεται και στον Όμηρο, είναι ωραίο, καλό, υγιεινό. Θα ήταν μεγάλη η χαρά μου να με καλέσει κάποιος φίλος στο σπίτι του για τραπέζι χωρίς να ξέρω τι σερβίρει, και να έχει ρεβίθια.»


ΟΙ ΑΦΙΣΕΣ

«Η άποψή μου είναι ότι αγνοούμε πάντοτε «τη σκόνη του χρόνου» που λέει ο Αγγελόπουλος. Αυτό το πράγμα δεν θα το καταλάβουμε ποτέ. Θα σου πω για πράγματα που θεωρώ ότι τα γνωρίζω, έτσι; Βλέπω σήμερα αφίσες της Αριστεράς οι οποίες δεν είναι σεισμογράφοι του σήμερα αλλά μας μεταφέρουν σε κάποιες άλλες εποχές που έφτασαν ως εδώ με έναν λανθάνοντα τρόπο. Σαν να λέμε για παράδειγμα, ότι γίνεται ένα πανηγύρι σε ένα χωριό και φτάνουν όλοι με αυτοκίνητα από αυτά που κυκλοφορούνε σήμερα, αλλά «εμείς που είμαστε πούροι σε αυτό που πιστεύουμε, θα πάμε με ένα αυτοκίνητο του ’60.» Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Εάν ένα εργαλείο μας –και μία αφίσα είναι ένα εργαλείο- αν δεν το κατασκευάσουμε καλά, μετά δεν θα επεξεργαστούμε σωστά το υλικό μας. Θα είναι αποτυχία.»
«Η αφίσα στην Ελλάδα έχει μία προϊστορία που την ζήσαμε με την αναδρομική έκθεση Design Διαδρομές των Κάραμποτ-Κατζουράκη που έγινε πριν λίγα χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη. Μπορεί εμένα να μου πήρε δύο χρόνια από τη ζωή μου για να συγκεντρώσω αυτό το υλικό και να κάνουμε αυτή την έκθεση, αλλά ήταν σαν ένα διδακτορικό. Εκεί ήταν που κατάλαβα αυτό που λέει ο Πικάσο ότι στην τέχνη, σημασία έχει να ξέρεις πού σταματάς. Όταν δηλαδή, στη δεκαετία του ’60, μας πρότειναν οι Κάραμποτ-Κατζουράκης μία αφίσα που είχε έναν τίτλο και ένα αντικείμενο μόνο, αυτό το πράγμα ήταν μία προσωπική τους άσκηση. Ήταν προϊόν μιας ασκητικής. Σήμερα βλέπεις ότι δεν μας αρκεί ο χώρος μίας αφίσας για να μπουν χιλιάδες πράγματα. Η αφίσα σήμερα είναι ένα είδος μεταλλαγμένο, παρόλο που βρίσκεται σε διεθνή καμπή. Σήμερα κανείς δεν κολλάει αφίσες στους δρόμους, σε καμιά χώρα του κόσμου. Αυτό το μικρό σχήμα που πάει στις προθήκες των καταστημάτων θεωρώ ότι δεν είναι αφίσα, είναι μία αφισέτα. Όμως, ούτε αυτό δεν καταλάβαμε, ότι δηλαδή η αφίσα δεν είναι δελτίο τύπου που μπορείς να γράφεις επάνω 15 τηλέφωνα για να σε βρουν – κανείς δεν θα δώσει σημασία σε αυτά. Σε μία πολιτική συγκέντρωση που θες να πεις ότι θα είναι ομιλητής κάποιος, δεν είναι ανάγκη να γράψεις από κάτω και τι θα πει. Πρέπει να μάθουμε να μιλάμε αναμεταξύ μας αλλά πώς θα γίνει αυτό;»


ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

- Όλη μας αυτή η επικοινωνία που αναφέρεις, σου δίνει την αίσθηση του σκισμένου. Ένα πάτσγουερκ, ένα κολάζ από χαρτιά και λέξεις. Ένα ξυσμένο, σκισμένο «πράγμα» πολυφωνίας.
«Είναι το αποτέλεσμα μίας πράξης η οποία συνέβη ασυνείδητα και φτάσαμε σε μία εποχή που εγώ την λέω εικονορύπανση. Βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από εικόνες σύνθετες, απλές, μέτριες, κακές, επαναλαμβανόμενες, φλύαρες, εικόνες που είναι επενδεδυμένες με τη φιλοδοξία αυτού που τις κατασκεύασε και θεωρεί ότι όλοι θα τις δούνε ενώ δεν αφορά κανέναν. Το ίδιο βλέπουμε και στα περιοδικά και στις εφημερίδες.»

«Οι εφημερίδες ας πούμε, δεν είναι ευέλικτες, βγαίνουν όπως βγαίνανε και πριν 20 χρόνια. Τι προσθέσανε; Προσθέσανε ένα χρώμα που δεν χρειάζεται καν να το έχουνε, κι αυτό γιατί δεν θέλουνε να είναι εφημερίδες, θέλουνε να είναι περιοδικά. Δεν καταλαβαίνουνε όμως ότι η ευαναγνωσιμότητα είναι όλο το κλειδί για να μπορέσει να τις διαβάσει κάποιος. Ο οποίος για να επιμένει να αγοράζει εφημερίδες σημαίνει ότι δεν μπορεί να διαβάζει βλακείες, υπερβολές και πράγματα που δεν του χρειάζονται. Τα ταμπλόιντ μας οδήγησαν σε εφημερίδες οι οποίες μιμούνται τα περιοδικά γιατί πήγαν να πάρουν τη διαφήμιση των περιοδικών. Μία εφημερίδα μπορεί ενδεχομένως σε δύο-τρία σημεία της να έχει ένα χρώμα που κυρίως πρέπει να είναι ένα κόκκινο –για χιλιάδες λόγους, πέρα από το ότι μπορεί να τυπωθεί πολύ καλά. Αλλά, τι ζητάς από μία εφημερίδα; Αυτό που δεν μπορεί να σου δώσει η τηλεόραση, δηλαδή εκεί όπου τρέχει η είδηση και χάνεται. Στην εφημερίδα έχεις τεκμηριωμένο κάτι, γραμμένο, που πρέπει να είναι προϊόν περίσκεψης και ανθρώπου που ξέρει τι λέει, που δεν βαυκαλίζεται ότι είναι ο μεγάλος συγγραφέας. Δεν είναι ούτε ο Τολστόι, ούτε ο Χέμινγουέη, έτσι; Είναι ένας άνθρωπος που ξέρει και γράφει μικρά κείμενα και ζωντανά.»
- Οι δουλειές σου έχουν έντονο χρώμα σαν στοιχείο της σύνθεσης, καθαρή τυπογραφία και κυρίως οι αφίσες σου, αυτές με τα κοινωνικά μηνύματα που έκανες για τη Γαλέρας για παράδειγμα, έχουν εξαιρετικά μινιμαλιστικές απεικονίσεις του μηνύματος.
«Να σου μιλήσω γι’αυτό που λες «μινιμαλισμό». Για μένα ήταν βαθειά συνείδηση η επιλογή αυτών των στοιχείων που ανέφερες. Αυτά τα πράγματα πια τα έχω ζήσει και τα έχω αναλύσει, κλείνω σαράντα χρόνια σε αυτή τη δουλειά, το ακούω και τρομάζω. Ήταν επιλογή λοιπόν. Μπορεί να μου αρέσει πολύ ο Ματίς αλλά τον χρησιμοποίησα για να πάρω στοιχεία από αυτόν. Πολλές φορές λέω ότι λατρεύω τον Μόραλη και μου λένε ότι δεν έχει καμία σχέση το έργο του με το δικό σου – ναι αλλά η ευκολία του να μπορώ να διαλέξω κάποια στιγμή και να βάλω καφέ χρώμα με γκρίζο και μπλε μέσα σε μία σύνθεση, αυτό το οφείλω εκεί. Ταυτόχρονα όμως οφείλω και στον Εμπειρίκο. Και τι, δεν έχω βάλει ποίηση μέσα στη δουλειά μου. Ενδεχομένως να έχω βάλει όμως.»
«Κατάλαβα ότι εγώ, έστω και αν δουλεύω στο άυλο, με φως δηλαδή, εδώ πέρα σε μία οθόνη, κυρίως προέρχομαι από το χώρο του χαρτιού. Και αυτό το πράγμα θα με ακολουθήσει, και δεν φιλοδοξώ να μπω ας πούμε και να κάνω τρισδιάστατες εφαρμογές μέσα στην νέα τεχνολογία – αυτή ανήκει στα νέα παιδιά που καλά κάνουνε και τη χρησιμοποιούνε και τα επικροτώ και παθαίνω και πλάκα μαζί τους και όλα αυτά. Εγώ νομίζω ότι θα κλείσω έναν κύκλο, του χαρτιού. Του print.»


ΟΙ ΝΕΟΙ

«Την αλλαγή της εποχής δεν θέλω να την αντιμετωπίζω σαν θάνατο αλλά σαν μετεξέλιξη. Αν αρχίσω να το αναλύω με βάση τη νοσταλγία, την έχω πατήσει. Εγώ ας πούμε, είμαι φετιχιστής και έχω τρεις χιλιάδες δίσκους τζαζ. Το έζησα, το χάρηκα. Γιατί πρέπει σώνει και καλά να το επιβάλλω στα παιδιά μου; Αυτά είναι πιο παρθένα στην ακοή τους από μένα. Θέλουν να ακούσουν, δεν θέλουν να πιάσουν κανένα φετίχ στα χέρια τους. Εμένα λοιπόν μου αρκεί ότι ο μικρός γιός μου σφυρίζει το θέμα από το Alfie με τη μουσική του Sonny Rollins γιατί το ακούει και του αρέσει, δεν τον νοιάζει ποιο cd το περιέχει, σε ποιο δίσκο είναι. Ξέρει ότι είναι το Alfie, το έχει δει μια φορά, το έχει αποτυπώσει, αλλά αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η ακρόαση της μουσικής. Οπότε λοιπόν, όλα αυτά τα παρδαλά και οι φαρισαϊσμοί, ότι η εκείνη η γενιά ήταν η καλύτερη και λοιπά, τα ακούω βερεσέ.»

«Από την άλλη όμως δεν είμαι και νεολάγνος. Τους αγαπώ τους νέους αλλά όταν μου ζητείται η γνώμη μου, θα έλεγα ότι εκφράζω την αυστηρότητά μου. Δεν μαλώνω, ούτε εκφράζομαι «με βία» για τα πράγματα, αλλά προσπαθώ να τους δώσω να καταλάβουν, στους νέους γραφίστες, ότι η δουλειά που κάνουμε είναι ένας διάλογος. Μία ωραία αφίσα σε έναν δρόμο είναι σαν μία ζεστή χειραψία που σου ζητάει να πεις ναι, είμαι μαζί σου.»

Ο Δημήτρης Αρβανίτης, μιλάει με πάθος και χρησιμοποιεί εικόνες. Είναι ένας άνθρωπος με ήθος και αγάπη για τα πράγματα, τις εφημερίδες, το χαρτί, τις αφίσες. Χρησιμοποιεί τα χρώματα, τις φόρμες, την ποίηση και τη μουσική στη ζωή του και τη δουλειά του, κι έτσι μεταδίδει «το μήνυμα». Σε μια πόλη χαμένη στο χάος της, αυτό είναι τόσο ανακουφιστικό, σαν –πραγματικά- μία ζεστή χειραψία.

Αφίσες, κοινωνικές ή προσωπικής έκφρασης, του Δημήτρη Αρβανίτη που έχουν δημοσιευθεί ή αναρτηθεί στο διαδίκτυο με τα δικά του σχόλια για την κάθε μία.

πηγή: www.athensvoice.gr